καραβόσχοινο

καραβόσχοινο
και καραβόσκοινο και καραβοσκοίνι, το
χοντρό σχοινί καραβιού, παλαμάρι, πρυμάτσα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πείσμα — (I) το / πεῑσμα, ΝΜΑ [πείθω] νεοελλ. 1. έντονη και παράλογη επιμονή σε ορισμένη γνώμη ή ενέργεια, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι («ας είναι καλά το πείσμα σου») 2. παροιμ. «το πείσμα βγάζει πρήσμα» η ισχυρογνωμοσύνη βλάπτει πάντοτε αυτόν που τήν έχει… …   Dictionary of Greek

  • κάλως — ο (AM κάλως, ω, Α επικ. και ιων. τ. κάλος) σχοινί και κυρίως χοντρό, καραβόσχοινο, παλαμάρι («τούτων τὴν μὲν θύρην δεδεμένην κάλῳ ἔμπροσθε τοῡ πλοίου ἀπίει ἐπιφέρεσθαι», Ηρόδ.) μσν. αρχ. 1. το χοντρό σχοινί με το οποίο αναβιβάζεται και… …   Dictionary of Greek

  • καράβι — Ονομασία διαφόρων μικρών νησιών της Ελλάδας. 1. Νησί της συστάδας των Οθωνών. 2. Νησί που βρίσκεται 3 χλμ. Ν του ακρωτηρίου Κεφάλι της Κέρκυρας. Από μακριά μοιάζει με καράβι που τραβά τη βάρκα του. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, πρόκειται για… …   Dictionary of Greek

  • καραβόσκοινο — το βλ. καραβόσχοινο …   Dictionary of Greek

  • ναυσιπέδη — ναυσιπέδη, ἡ (Α) καραβόσχοινο ή άγκυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχοπέδη)] …   Dictionary of Greek

  • νηοπέδη — νηοπέδη, ἡ (Μ) 1. καραβόσχοινο 2. άγκυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχο πέδη, χειρο πέδη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”